μεγαλειώδης
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
-ες μεγαλείο
γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, λαμπρός («μεγαλειώδης υποδοχή»).
επίρρ...
μεγαλειωδώς
με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα.