μεγαλοκαμπής

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκαμπής Medium diacritics: μεγαλοκαμπής Low diacritics: μεγαλοκαμπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: megalokampḗs Transliteration B: megalokampēs Transliteration C: megalokampis Beta Code: megalokamph/s

English (LSJ)

μεγαλοκαμπές, with a large curve, Orib.45.6.6.

German (Pape)

[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.

Greek Monolingual

μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευκαμπής)].