μεθορία

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεθόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. μεθόριος.

Greek Monolingual

μεθόρια, ἡ (Α) μεθόριος
η εξορία.

Russian (Dvoretsky)

μεθορία: ἡ (sc. χώρα) пограничная область, сопредельный край (Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων Plut.; Τύρου καὶ Σιδῶνος NT).