μειώνυμος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
μειώνυμον, with a smaller denominator, of fractions, Iamb. in Nic.p.48 P. (Comp.).
German (Pape)
[Seite 117] compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.
Greek (Liddell-Scott)
μειώνυμος: -ον, εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ μικρώνυμος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
μειώνυμος, -ον (Α)
(για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].