μερμαίρω

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερμαίρω Medium diacritics: μερμαίρω Low diacritics: μερμαίρω Capitals: ΜΕΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: mermaírō Transliteration B: mermairō Transliteration C: mermairo Beta Code: mermai/rw

English (LSJ)

= μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.

Greek (Liddell-Scott)

μερμαίρω: (μέρμερος) = μερμηρίζω, Ὀρφ. Ἀρχ. 766.

Greek Monolingual

μερμαίρω και μερμέρω (Α) μέρμερος
μερμηρίζω.