μεσαμέριος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαμέριος Medium diacritics: μεσαμέριος Low diacritics: μεσαμέριος Capitals: ΜΕΣΑΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: mesamérios Transliteration B: mesamerios Transliteration C: mesamerios Beta Code: mesame/rios

English (LSJ)

v. μεσημέριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de midi ; adv. • μεσαμέριον à midi.
Étymologie: μέσος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

μεσαμέριος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημέριος.