μεταδιατάσσω
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
A alter ordinances, OGI383.196 (Nemrud Dagh, i B. C.).
II transfer an obligation, POxy.899.32 (ii/iii A. D.).
Greek Monolingual
μεταδιατάσσω (Α)
1. μεταβάλλω τις αποφάσεις, τις διαταγές
2. μεταβιβάζω σε κάποιον την υποχρέωση ή το δικαίωμα της καλλιέργειας δημόσιας γης·