μετανιώνω
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω)
1. μεταμελούμαι, μετανοώ
2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση
3. αλλαξοπιστώ
(4. φρ. α) «θα το μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» — λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη
β) «κι οπού το μετανιώσει» — ως αποτροπή: θα δούμε ποιος θα το μετανιώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάνιωσα < μετανόησα < μετ-ενόησα, αόρ. του μετα-νοῶ. Κατ' άλλη άποψη < μετα-γνώθω < αρχ. μετα-γιγνώσκω (βλ. και λ. νιώνω)].