μετατυπώνω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
(ΑΜ μετατυπῶ, -όω, Μ και ματατυπώνω)
νεοελλ.-μσν.
τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω
αρχ.
1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου
2. μεταβάλλω τη γραφή
3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω.