μικραίνω
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Greek Monolingual
(Μ σμικραίνω και σμικρύνω) μικρός
1. καθιστώ κάτι μικρό ή μικρότερο σε σχέση με ό,τι ήταν πριν, ελαττώνω, μειώνω
2. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω («οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν»)
μσν.
1. υποτιμώ
2. συντομεύω
3. μτφ. υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω
3. (το μέσ.) μικραίνομαι
μτφ. νιώθω μικρός, ασήμαντος.