μιστυλάομαι

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιστυλάομαι Medium diacritics: μιστυλάομαι Low diacritics: μιστυλάομαι Capitals: ΜΙΣΤΥΛΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mistyláomai Transliteration B: mistylaomai Transliteration C: mistylaomai Beta Code: mistula/omai

English (LSJ)

μιστύλη, v. μυστιλ-.

German (Pape)

[Seite 192] vielleicht richtiger μυστιλάομαι (vgl. μιστύλλω), mit einem ausgehöhlten Stücke Brot Suppe essen; διὰ μιστύλης ἀρύεσθαι, od. nach Schol. Ar. Plut. 627 (ὦ πλεῖστα Θησείοις μεμυστιλημένοι – ἐπ' ὀλιγίστοις) τοῖς κοίλοις ἄρτοις ζωμοὺς καὶ ἀθάρας ἀρύεσθαι; komisch sagt Ar. Equ. 824 ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, mit beiden Händen aus der Staatskasse löffeln.

French (Bailly abrégé)

c. μυστιλάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μιστῡλάομαι: μιστύλη, ἴδε μυστιλ-.

Russian (Dvoretsky)

μιστῡλάομαι: v.l. μυστῑλάομαι (только praes., impf. и pf. μεμυστίλημαι)
1 выдалбливать (μυστῖλαι μεμυστιλημέναι ὑπό τινος Arph.);
2 (о жидком блюде), есть выдолбленным куском хлеба, черпать хлебом как ложкой, (τοῦ ἰχθυηροῦ ζωμοῦ Luc.): μ. ἐπ᾽ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Arph. хлебать (суп) с очень небольшим количеством хлеба;
3 перен. черпать, загребать, т. е. воровать (ἀμφοῖν χειροῖν τῶν δημοσίων Arph.).