μισόδικος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόδῐκος Medium diacritics: μισόδικος Low diacritics: μισόδικος Capitals: ΜΙΣΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: misódikos Transliteration B: misodikos Transliteration C: misodikos Beta Code: miso/dikos

English (LSJ)

μισόδικον, (δίκη) hating lawsuits, Sch. Ar.Av.109,110.

German (Pape)

[Seite 191] Rechtshändel, Processe hassend, Schol. Ar. Av. 109, im Gegensatz von φιλόδικος.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ μισῶν τὰς δίκας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 109.

Greek Monolingual

μισόδικος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -δικος (< δίκη), πρβλ. δωσίδικος, φυγόδικος].