μνιός

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνιός Medium diacritics: μνιός Low diacritics: μνιός Capitals: ΜΝΙΟΣ
Transliteration A: mniós Transliteration B: mnios Transliteration C: mnios Beta Code: mnio/s

English (LSJ)

= ἁπαλός, Euph.156, cf. Hsch. s.v. μνοῖον.

German (Pape)

[Seite 196] = ἁπαλός, Mein. Euphor. fr. 137.

Greek (Liddell-Scott)

μνιός: ἁπαλός, παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 2, σ. 378, 1, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνοῖον.

Greek Monolingual

μνιός (Α)
απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μνίον.