Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονοκέφαλος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκέφᾰλος Medium diacritics: μονοκέφαλος Low diacritics: μονοκέφαλος Capitals: ΜΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monoképhalos Transliteration B: monokephalos Transliteration C: monokefalos Beta Code: monoke/falos

English (LSJ)

μονοκέφαλον, one-headed, σκόρδον Dsc.2.152; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ.

German (Pape)

[Seite 203] einköpfig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκέφᾰλος: -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- -κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυκέφαλος)].