μονοφιλής

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοφῐλής Medium diacritics: μονοφιλής Low diacritics: μονοφιλής Capitals: ΜΟΝΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: monophilḗs Transliteration B: monophilēs Transliteration C: monofilis Beta Code: monofilh/s

English (LSJ)

μονοφιλές, sole friend, Sch.Juv.3.121.

Greek Monolingual

μονοφιλής, -ές (Α)
αυτός που θέλει να είναι μοναδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φιλής(< φιλῶ), πρβλ. δημο-φιλής].