νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
και μόγνωμος, -η, -οαυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύγνωμος].