μονόκνημος

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκνημος Medium diacritics: μονόκνημος Low diacritics: μονόκνημος Capitals: ΜΟΝΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: monóknēmos Transliteration B: monoknēmos Transliteration C: monoknimos Beta Code: mono/knhmos

English (LSJ)

μονόκνημον, showing one shin, name of picture by Apelles, Petron.83.

Greek Monolingual

μονόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο κνήμη
2. το αρσ. ως ουσ.μονόκνημος
ονομασία εικόνας του Απελλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κνήμη.