μονόμματος

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμμᾰτος Medium diacritics: μονόμματος Low diacritics: μονόμματος Capitals: ΜΟΝΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: monómmatos Transliteration B: monommatos Transliteration C: monommatos Beta Code: mono/mmatos

English (LSJ)

μονόμματον, one-eyed, A.ap.Str.7.3.6, Cratin.149, AP11.12 (Alc.); Κύκλωπες Str.1.2.10.

German (Pape)

[Seite 204] einäugig; Aesch. frg. 188; Cratin. b. Phryn. p. 138; Alc. 15 (XI, 12).

Russian (Dvoretsky)

μονόμμᾰτος: одноглазый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμμᾰτος: -ον, μόνοφθαλμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 202, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 14· πρβλ. μονώψ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόμματος, -ον)
μονόφθαλμος, μονομάτηςτάχα δὲ καὶ τοὺς μονομμάτους Κύκλωπας ἐκ τῆς Σκυθικῆς ἱστορίας μετενήνοχε», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄμμα, -ατος (πρβλ. γλαυκόμματος)].