μοργανατικός

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μοργανατικός γάμος»
(κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα ανέλθει στην κοινωνική τάξη του συζύγου και ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως νόμιμα αλλά δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το φέουδο και την επακόλουθη περιουσία του πατέρα.
επίρρ...
μοργανατικώς
με μοργανατικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. morganatique < μσν. λατ. (martrimonium ad) morgan-aticum «δώρο που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα του την επομένη του γάμου» < μσν. άνω γερμ. morgen < αρχ. άνω γερμ. morgan + λατ. -aticum].