μουδιάζω
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
Greek Monolingual
και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω)
υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος του σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) χάνω τον ζήλο μου ή τη ζωτικότητά μου, παθαίνω πτώση του ηθικού μου, ζαρώνω από τον φόβο, μαζεύομαι (α. «μόλις μέ αντίκρισε, μούδιασε» β. «μουδιώ πώς δεν τρομάσσει», Στάθ.)
β) κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος ή τον ενθουσιασμό του («μέ μούδιασαν τα λεγόμενά του»
2. παροιμ. «τα παιδιά τρων αγουρίδες, και οι γέροντες μουδιάζουν» — λέγεται στις περιπτώσεις που από απερισκεψίες τών νέων οι ενήλικοι εμπλέκονται σε δυσχέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμωδιῶ, αἱμωδιάζω < αἱμωδός, πιθ. < αἷμος «πόνος» + ὀδών «δόντι») με σίγηση του αρκτικού άτονου αι- και κώφωση του -ω- σε -ου-].