μουλάρι

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μουλάριον, Μ και μολάριον και μουλάρι και μουλάριν)
ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση όνου και φοράδας ή αλόγου με θηλυκό όνο, ημίονος
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσωπα) άνθρωπος πεισματάρης ή διανοητικώς νωθρός («χαμένα πάνε τα λόγια σου, αυτός είναι μουλάρι»)
2. παροιμ. «μουλάρι ποιος σε γέννησε; - τ' άλογο είν' ο θειος μου» — λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος περηφανεύεται για την καταγωγή της μητέρας του και προσπαθεί να καλύψει την ταπεινή καταγωγή του πατέρα του
3. φρ. «είναι ένα μουλάρι και μισό» — το πείσμα του ξεπερνά και το πείσμα ενός μουλαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουλ-άριον < μούλος + -άρι(ον), πρβλ. βλαστάρι, μοσχάρι].

Translations

Albanian: mushkë; Arabic: بَغَل‎; Egyptian Arabic: بغل‎, بغلة‎; Aragonese: mula; Armenian: ջորի; Azerbaijani: qatır; Basque: mando; Belarusian: мул; Bengali: খচ্চর; Bulgarian: муле; Burmese: လား; Catalan: mul, mula, matxo; Cherokee: ᏗᎦᎵᏰᏅᎯᏓ; Chinese Mandarin: 馬騾, 马骡, 騾子, 骡子; Coptic: ⲧⲉⲙⲑⲁⲙ, ⲙⲁⲥⲫⲟⲣⲕ; Czech: mula; Danish: muldyr; Dutch: muildier; Esperanto: mulo; Estonian: muul; Finnish: muuli; French: mule, mulet; Galician: mulo, mula, macho; Georgian: ჯორი; German: Maultier, Muli; Greek: μουλάρι, ημίονος; Ancient Greek: ἡμίονος, ὀρεύς; Hebrew: פֶּרֶד‎, פִּרְדָּה‎; Hindi: खच्चर; Hungarian: öszvér; Icelandic: múldýr, múlasni; Ido: mulo; Indonesian: bagal; Irish: miúil; Italian: mulo; Japanese: 騾馬, ラバ, ミュール; Kazakh: қашыр; Khmer: លា; Korean: 노새; Kurdish Central Kurdish: ھێستر‎; Northern Kurdish: hêstir, qantir; Kyrgyz: качыр; Lao: ລໍ, ລວາ; Latin: mulus; Latvian: mūlis; Lithuanian: mulas; Macedonian: му́ле; Malay: baghal; Manchu: ᠯᠣᡵᡳᠨ, ᠯᠣᠰᠠ; Maori: miūru; Middle English: mule; Mongolian: луус; Moroccan Amazigh: ⴰⵙⵔⴷⵓⵏ; Navajo: dzaanééz; Norwegian Bokmål: muldyr; Nynorsk: muldyr; O'odham: muhla; Occitan: mul; Ojibwe: memāngišens; Old English: mūl; Old Portuguese: mua, muleta; Oromo: gaangee; Pashto: کچره‎; Persian: قاطر‎; Polish: muł; Portuguese: mulo, mula; Punjabi: ਖੱਚਰ; Romanian: catâr, mul; Russian: мул; Serbo-Croatian Cyrillic: мазга, мула; Roman: mazga, mula; Seri: moːrɑ, ʔɑmóːrɑ; Shan: လႃး; Sicilian: mulu; Slovak: mul; Slovene: mula; Sorbian Lower Sorbian: mul, mula; Spanish: mulo, mula; Svan: ჰუ̈ლ; Swahili: nyumbu, baghala; Swedish: mula, mulåsna; Tagalog: mula; Tajik: хачир; Taos: mùlo’óna; Telugu: కంచరగాడిద; Thai: ล่อ, ฬ่อ; Tibetan: དྲེལ; Tonkawa: moːlʌˀɑːlʌk; Turkish: katır; Turkmen: gatyr; Ugaritic: 𐎔𐎗𐎄; Ukrainian: мул; Urdu: خچر‎; Uyghur: قېچىر‎; Uzbek: xachir; Venetian: mus; Vietnamese: la; Volapük: mulud; Walloon: moulet, moule; Welsh: mul; Wolof: berkelle