μουνογενής
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
v. μονογενής.
Greek (Liddell-Scott)
μουνογενής: μουνόγονος, μουνόλιθος, μουνομήτωρ, μουνοτόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονογενής.
Greek Monolingual
μουνογενής, μουνογενές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονογενής.
German (Pape)
ion. = μονογενής.