μουσείο
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
Greek Monolingual
το (ΑΜ μουσεῖον, Α και μωσίον, Μ και μουσίον)
νεοελλ.
1. οικοδόμημα στο οποίο φυλάσσονται και εκτίθενται προς κοινή θέα και μελέτη συλλογές έργων τέχνης καθώς και πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά αντικείμενα (α. «αρχαιολογικό μουσείο» β. «βυζαντινό μουσείο» γ. «ορυκτολογικό μουσείο»)
2. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας
μσν.
μωσαϊκό έργο
αρχ.
1. τέμενος τών Μουσών
2. τόπος προορισμένος για καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών
3. φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη
4. στον πληθ. τὰ μουσεῖα
(μτφ) χορός προσώπων ή πουλιών που τραγουδούν (α. «μουσεῖα τε θρηνήμασι ξυνῳδά», Ευρ.
β. «ἀηδόνων μουσεῖα», Ευρ.)
5. ως κύριο όν. τὸ Μουσεῖον
λόφος στην Αθήνα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Μουσεῖα
εορτή προς τιμή τών Μουσών
7. φρ. α) «μουσεῖα λόγων» — καλαισθητική διατύπωση
β) «τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον» — η Αθήνα
γ) «περιπατοῦν μουσεῖον» — προσωνυμία του Λογγίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα + κατάλ. -εῖον / -ίον. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «χώρος αφιερωμένος στις Μούσες», ενώ στους βυζαντινούς χρόνους η λ. έλαβε τη σημ. του μωσαϊκού έργου (πρβλ. μουσάριον, μουσιῶ, μουσωτής και λατ. mūsēum «μωσαϊκό έργο»].