μουσηγέτης
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
German (Pape)
[Seite 211] ὁ, gew. in dor. Form μουσαγέτης (w. m. s.), vgl. Lob. Phryn. 430.
Greek Monolingual
μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α)
1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών
2. συνθέτης μελωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + -ᾱγέτας / -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππηγέτης, νυμφηγέτης].