μπάλσαμος
From LSJ
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
μπάλσαμος, ὁ (Μ)
το βάλσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μπάλσαμο με αλλαγή γένους].