μπετόν

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και μπετό, το
άκλ.
1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα
2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος
β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό
3. φρ. «μπετόν αρμέ» — σιδηροπαγές σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ. bitumen «άσφαλτος» < pix «πίσσα» + tumens «οίδημα, φούσκωμα»].