Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπλέξιμο

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

το
1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή
2. (κατ' επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. -μπλεξ-α) + κατάλ. -ιμο].