μπλαστρώνω

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

μπλάστρι
1. επιθέτω έμπλαστρο
2. φρ. «τον μπλάστρωσα στο ξύλο» — τον έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει.