μυλλάω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Full diacritics: μυλλάω | Medium diacritics: μυλλάω | Low diacritics: μυλλάω | Capitals: ΜΥΛΛΑΩ |
Transliteration A: mylláō | Transliteration B: myllaō | Transliteration C: myllao | Beta Code: mulla/w |
v. μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch.
μυλλῶ, μυλλάω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκε
διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])].
μυλλάω: «μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
c. μυλλαίνω.