μύξης

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

και μυξής, θηλ. μυξού μύξα
1. αυτός από τη μύτη του οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης
2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός.