μώμαι

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

μῶμαι, -άομαι (Α)
(ποιητ. τ. του μαίομαι)
1. ποθώ, επιζητώ
2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα ( mō-) της ΙΕ ρίζας me- «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, -άω «επιθυμώ, λαχταρώ»].