νάρκωση

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η (Α νάρκωσις) ναρκώνω
το αποτέλεσμα του ναρκώνω, η επέλευση της νάρκης, απώλεια της συνείδησης και παύση κάθε κίνησης
νεοελλ.
ιατρ.
1. η ελάττωση της διεγερτικότητας του νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή και την πλήρη καταστολή της λειτουργίας του, που προκαλείται με τη χρήση αναισθητικών φαρμάκων και κατά την οποία καταργείται η κεντρική αίσθηση του πόνου, αλλ. γενική αναισθησία
2. φρ. α) «τοπική νάρκωση» — νάρκωση με την οποία προκαλείται τοπική μόνο αναγλησία και η οποία επέρχεται με την επάλειψη, τον ψεκασμό ή την ένεση ορισμένων ουσιών
β) «γενική νάρκωση» — γενική αναισθησία.