νέανδρος

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέανδρος Medium diacritics: νέανδρος Low diacritics: νέανδρος Capitals: ΝΕΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: néandros Transliteration B: neandros Transliteration C: neandros Beta Code: ne/andros

English (LSJ)

νέανδρον: ἀλκῇ ν. in battle a young warrior, Lyc.1345.

German (Pape)

[Seite 234] ἀλκή, die Stärke eines jungen Mannes, Lycophr. 1345.

Greek (Liddell-Scott)

νέανδρος: ον· ἀλκὴ ν., ἡ δύναμις νέου ἀνδρός, νεανίσκου, Λυκόφρ. 1345.

Greek Monolingual

νέανδρος, -ον (Α)
φρ. «νέανδρος ἀλκή» — δύναμη νεαρού άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀνήρ, ἀνδρός (πρβλ. κακό-ανδρος, μεγάλ-ανδρος)].