ναυπόρος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπόρος Medium diacritics: ναυπόρος Low diacritics: ναυπόρος Capitals: ΝΑΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: naupóros Transliteration B: nauporos Transliteration C: nafporos Beta Code: naupo/ros

English (LSJ)

v. ναυσίπορος II. 2, πλάτη E. Tr. 877.

Greek Monolingual

ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοιπόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.