νεκταρόχυμος

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόχυμος: -ον, ὁ ἔχων χυμὸν νέκταρος, ὀπώρα Κ. Μανασσ. Χρον. 190.

Greek Monolingual

νεκταρόχυμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, κακό-χυμος].