νετάρω
From LSJ
Greek Monolingual
1. φέρω εις πέρας, τελειώνω
2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα»)
3. εξαντλούμαι, αποκάμνω
4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ
5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς και σε διάφορα οπτικά όργανα, λ.χ. μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο, με κατάλληλη ρύθμιση τών αποστάσεων μεταξύ τών φακών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nettare < netto (βλ. λ. νέτος].