νετάρω
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
1. φέρω εις πέρας, τελειώνω
2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα»)
3. εξαντλούμαι, αποκάμνω
4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ
5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς και σε διάφορα οπτικά όργανα, λ.χ. μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο, με κατάλληλη ρύθμιση τών αποστάσεων μεταξύ τών φακών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nettare < netto (βλ. λ. νέτος].