νεῦμαι
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
v. νέομαι.
French (Bailly abrégé)
prés. Moy. ion. de νέω¹.
German (Pape)
ion. und ep. = νέομαι, Il. 18.136.
Russian (Dvoretsky)
νεῦμαι: стяж. = νέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
νεῦμαι: ἴδε ἐν λέξ. νέομαι.
English (Autenrieth)
see νέομαι.
νεῖαι, νεῖται, subj. 2 sing. νέηαι, inf. νεῖσθαι, ipf. νεόμην, νέοντο<<>*<>> pres., usually w. fut. signif., go or come somewhere (as specified), esp. return, abs., Od. 2.238, Od. 11.114, Od. 12.188.
Greek Monolingual
νεῡμαι (Α)
(επικ. και ιων. συνηρ. τ.) βλ. νέομαι.
Greek Monotonic
νεῦμαι: Επικ. συνηρ. αντί νέομαι.