ντάμα

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού)
(κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινααφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.)
νεοελλ.
1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά της τράπουλας
2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται σε χορό ή σε περίπατο, παρτενέρ
3. είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού το οποίο παίζεται από δύο πρόσωπα επάνω σε τετράγωνο πίνακα που έχει διαιρεθεί σε 64 τετράγωνα
μσν.
ειρων. γυναίκα ελευθερίων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dama < λατ. domina «κυρία, δέσποινα». Το παιχνίδι ντάμα < ιταλ. dama (πρβλ. γαλλ. jeu de dames «παιχνίδι για κυρίες»)].