νυκτήμερον
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
τό, = νυχθήμερον, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήμερον: τό, = νυχθήμερον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νυκτήμερον, τὸ (ΑΜ)
ημερονύκτιο, μερόνυχτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἡμέρα.
German (Pape)
τό, = νυχθήμερον, zweifelhaft.