νυμφιώ

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

νυμφιῶ, -άω (Α)
(για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].