ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
νυμφιῶ, -άω (Α)(για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].