νώροψ

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

νῶροψ, -οπος, ό, ή (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός
3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ
λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νῶροψ μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. νώρ-οπι και νώρ-οπα ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «λαμπρός, οξύφωνος, ένηχος, αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «λαμπρός» αποδίδοντας αυτήν την ιδιότητα στον χαλκό, σημασία όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το ἀνήρ και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. νωρός με σημ. «στέρεος, σταθερός» (> νωρεῖ), από όπου το νῶροψ, κατά το αἶθοψ ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η μαρτυρία του μυκην. noriwoko, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη γλώσσα «Νώρακος
πόλις Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος». Η σύνδεση, τέλος, της λέξης με το ρ. ἐρέπτομαι «τρώγω» δεν φαίνεται πιθανή].