ξάναμμα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το (Μ ξάναμμα) ξανάβω
νεοελλ.
1. έξαψη, φούντωμα
2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός
3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμα
μσν.
φωτιά.