ξάναμμα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

το (Μ ξάναμμα) ξανάβω
νεοελλ.
1. έξαψη, φούντωμα
2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός
3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμα
μσν.
φωτιά.