ξανθοφαής

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοφᾰής Medium diacritics: ξανθοφαής Low diacritics: ξανθοφαής Capitals: ΞΑΝΘΟΦΑΗΣ
Transliteration A: xanthophaḗs Transliteration B: xanthophaēs Transliteration C: ksanthofais Beta Code: canqofah/s

English (LSJ)

ξανθοφαές, goldengleaming, Jo.Gaz.Ecphr.1.58.

German (Pape)

[Seite 275] ές, goldgelb scheinend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.

Greek Monolingual

ξανθοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν χρυσός, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φαής (< φάος), πρβλ. χρυσοφαής].