ξεροσταλιάζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;»)
2. ποθώ πολύ κάτι
3. υποφέρω από έλλειψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα ακίνητος»].