ξεχύνω

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο»)
2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο
3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια
4. παθ. ξεχύνομαι
ορμώ, εξορμώ, τρέχωμόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα (βλ. λ. ξε-), αόρ. του ἐκχύνω / ἐκχέω.