ξημερώνω
From LSJ
Greek Monolingual
1. βρίσκομαι κάπου ή καταγίνομαι με κάτι που άρχισα από τη νύχτα
2. (συν. το μέσ.) ξημερώνομαι
μέ βρίσκει το ξημέρωμα, η αυγή της επόμενης ημέρας να ασχολούμαι με κάτι που είχα αρχίσει την προηγούμενη ημέρα ή νύχτα
3. απρόσ. ξημερώνει- γίνεται μέρα, φωτίζει, χαράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξημερώνω (< ἐξ + ἡμέρα), με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος (βλ.και λ. ξε-)].