ξηροκακοζηλία
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ἡ, tasteless aridity, Demetr.Eloc. 239.
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, mit Trockenheit verbundene κακοζηλία im Style, Demetr. Phaler. 239.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροκᾰκοζηλία: ἡ, κακοζηλία μετὰ ξηροῦ ὕφους, Δημήτρ. Φαληρ. 239.
Greek Monolingual
ξηροκακοζηλία, ἡ (Α)
ξηρότητα, μονοτονία και ακαλαισθησία του ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κακοζηλία «επιτήδευση»].