ξύπνιος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

-α, -ο
1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται
2. μτφ. έξυπνος, ευφυής
3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος
εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. -ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος].